ποτῷ — ποτόν drunk neut dat sg ποτός drunk masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότω — πότης drinker masc gen sg (attic epic ionic) πότος drinking bout masc nom/voc/acc dual πότος drinking bout masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότῳ — πότος drinking bout masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτῶι — ποτῷ , ποτόν drunk neut dat sg ποτῷ , ποτός drunk masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότωι — πότῳ , πότος drinking bout masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστοποτώ — νηοτοποτῶ, έω (Α) πίνω κρασί νηστικός, προτού φάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + ποτῶ (< πότης < πίνω), πρβλ. λαβρο ποτώ, οινο ποτώ] … Dictionary of Greek
κλεψιποτώ — κλεψιποτῶ, έω (Α) εξαπατώ κάποιον στο ποτό, προσποιούμαι ότι πίνω, ενώ πίνω λιγότερο από τον συμπότη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + ποτῶ (< ποτος < πότος < πίνω), πρβλ. οινο ποτώ, υδροποτώ. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
φαρμακοποτώ — έω, Α πίνω ή καταπίνω φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + ποτῶ (< πότης < πότης < πίνω), πρβλ. οἰνο ποτῶ … Dictionary of Greek
χειλοποτώ — χειλοποτῶ, έω, ΝΑ πίνω με την άκρη τών χειλιών μου, ροφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + ποτῶ (< πότης < πότης < πίνω), πρβλ. οἰνο ποτῶ] … Dictionary of Greek
питиѥ — ПИТИ|Ѥ (249), ˫А с. 1.Действие по гл. пити в 1 знач.: ˫Ако клирикомъ ˫адени˫а ради и пити˫а не въходити въ кърчьмьница. (χοριν… τοῦ… πίνειν) КЕ XII, 124б; и на мл҃твѹ лѣнивъ изъѡбилѹ˫а въ ˫адении. и въ питьи. СбЯр XIII2, 195 об.; свиныхъ же мѧсъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)